- αναλόγιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν αναλογίζεται, δεν σκέφτεται κάτι2. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, ο ανυπολόγιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αναλογιστός < αναλογίζομαι. Η σημ. τής αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται στον δημοσιογράφο και ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα (1798-1874)].
Dictionary of Greek. 2013.